- έφιππος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των στρατευμάτων της Αιγύπτου. Ο Έ. έζησε και μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τα έργα του σώθηκαν αποσπάσματα του χρονικού Περί της Αλεξάνδρου και Ηφαιστίωνος ταφής.
2. Αθηναίος ποιητής της Μέσης κωμωδίας (4ος αι. π.Χ.). Από τις κωμωδίες του, από τις οποίες σώθηκαν μόνο ελάχιστα αποσπάσματα, είναι γνωστές η Άρτεμις, η οποία διδάχτηκε περίπου το 366 π.Χ., οι Οβελιαφόροι, οι Έφηβοι, η Σαπφώ, οι Ναυαγοί, στην οποία διακωμωδεί τον Πλάτωνα και τη συντροφιά του κ.ά.
* * *-η, -ο (ΑΜ ἔφιππος, -ον)αυτός που κάθεται πάνω στο άλογο, που ιππεύει, ιππέας, καβαλάρηςμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφιππονόχημα που σύρεται από ένα άλογοαρχ.φρ. «κλύδων ἔφιππος» — ορμητικό κύμα αλόγων, άλογα που ορμούν σαν κύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππος].
Dictionary of Greek. 2013.